- ὁρρεοπραιποσιτία
- ὁρρεοπραιποσιτία, ἡ,A office of the horreorum praepositi, IG7.24.7 (Megara, v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορρεοπραιποσιτία — ὁρρεοπραιποσιτία, ἡ (Α) το έργο και το αξίωμα τού προϊσταμένου αποθήκης σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreorum praepositi «προϊστάμενοι αποθήκης σιτηρών» < horreum «αποθήκη σιτηρών» + praepositus, μτχ. τού praepono «προΐσταμαι»] … Dictionary of Greek